Ἀνακρέοντα

Ἀνακρέοντα
Ἀνακρέων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ανακρέων — (6ος 5ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στην ιωνική Τέω το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. και πέθανε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, σε ηλικία 85 ετών στη γενέτειρά του. Μεταγενέστερος του Αλκαίου και της Σαπφούς, ανήκει στην περίοδο του ώριμου… …   Dictionary of Greek

  • ανακρεόντειος — α, ο (Α ἀνακρεόντειος, ον) [Ἀνακρέων, οντος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον Ανακρέοντα …   Dictionary of Greek

  • αρίσταρχος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τραγικός ποιητής από την Τεγέα (τέλη 6ου – τέλη 5ου αι. π.Χ.). Ήταν σύγχρονος αλλά μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Ευριπίδη. Κατά τη Σούδα πήρε μέρος σε δραματικούς αγώνες για πρώτη φορά το 454 π.Χ., έγραψε 70… …   Dictionary of Greek

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek

  • τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… …   Dictionary of Greek

  • τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… …   Dictionary of Greek

  • Γάλης — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Είναι γνωστός από λήκυθο που βρέθηκε στη Γέλα και έφερε την υπογραφή του. Η παράσταση της ληκύθου δείχνει τον Ανακρέοντα μεθυσμένο ανάμεσα σε δύο έφηβους …   Dictionary of Greek

  • Διοσκορίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος και ηθικολόγος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη. Έγραψε τα έργα Λακωνική πολιτεία, Περί των παρ’ Ομήρω νόμων κ.ά. 2. Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Κερουμπίνι, Λουίτζι — (Luigi Cherubini, Φλωρεντία 1760 – Παρίσι 1842). Ιταλός συνθέτης. Άρχισε να μελετά μουσική με τον πατέρα του, καθηγητή του κλαβεσέν, και αργότερα μετέβη στην Μπολόνια, όπου είχε δάσκαλο τον Τζουζέπε Σάρτι. Ταξίδεψε σε όλη την Ιταλία και το 1783… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”